στερεοσκόπιο — Οπτική συσκευή ικανή να δώσει στον παρατηρητή την εντύπωση του ανάγλυφου, καθώς κοιτά δύο επίπεδες εικόνες, αντίστοιχες με τις εικόνες του αντικείμενου, οι οποίες σχηματίζονται στα δύο μάτια (το ζεύγος αυτών των εικόνων καλείται στερεοσκοπικό).… … Dictionary of Greek
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
τηλεστερεοσκόπιο — το, Ν τεχνολ. οπτικό όργανο που δίνει πολύ έντονα την εικόνα ενός μακρινού αντικειμένου και ανάγλυφη τη μορφή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telestereoscope < τηλ(ε) * + στερεοσκόπιο] … Dictionary of Greek
Γουίτστοουν, Τσαρλς — (Sir Charles Wheatstone, Γκλάστερ 1807 – Παρίσι 1875). Άγγλος φυσικός. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του υπήρξε κατασκευαστής μουσικών οργάνων, αλλά αργότερα αφιερώθηκε σε μελέτες ακουστικής. Ασχολήθηκε επίσης και με την οπτική· το 1833 ανακάλυψε… … Dictionary of Greek